- ἀδικαίαρχος
- ἀδῐκαίαρχος, ον,A = ἄδικος ἄρχων Cic.Att. 2.12 (with play on the name of the historian Dicaearchus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδικαίαρχος — ἀδικαίαρχος, ον (Α) [Δικαίαρχος] άδικος άρχοντας. Χρησιμοποιήθηκε από τον Κικέρωνα ως λογοπαίγνιο για τον ιστορικό Δικαίαρχο (Epistulae ad Atticum 2, 12) … Dictionary of Greek
ἀδικαίαρχοι — ἀδικαίαρχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)